Οι περισσότεροι διατροφολόγοι δηλώνουν ότι μια διατροφή πλούσια σε φρέσκα φρούτα και λαχανικά αλλά χαμηλή σε ζωικό λίπος και κόκκινο κρέας προσφέρει πολυάριθμα οφέλη υγείας, συμπεριλαμβανομένου ενός σημαντικά χαμηλότερου κινδύνου καρδιακών παθήσεων, καρκίνου, νεφρικής ανεπάρκειά και καρδιακής προσβολής. Η Αμερικανική Διαιτητική Ένωση (American Dietetic Association), η μεγαλύτερη οργάνωση επαγγελματιών διατροφής τουλάχιστον στις ΗΠΑ, δηλώνει στον ιστοχώρο της: «Οι χορτοφαγικές δίαιτες προσφέρουν διάφορα θρεπτικά οφέλη, συμπεριλαμβανομένων των χαμηλότερων επιπέδων κορεσμένου λίπους, χοληστερόλης και ζωικών πρωτεϊνών καθώς επίσης και πιο υψηλών επιπέδων υδατανθράκων, ινών, μαγνησίου, καλίου, φολικού οξέως, και αντιοξειδωτικών όπως βιταμίνης C και E και φυτοχημικά. Οι χορτοφάγοι έχουν αναφερθεί να έχουν ποσοστιαία χαμηλότερο βάρος σώματος από μη-χορτοφάγους, καθώς επίσης και χαμηλότερα ποσοστά θανάτων από ισχαιμικές καρδιακές παθήσεις. Οι χορτοφάγοι παρουσιάζουν επίσης χαμηλότερα επίπεδα χοληστερόλης αίματος, χαμηλότερη πίεση αίματος και χαμηλότερα ποσοστά υπέρτασης, διαβήτη τύπου 2 και καρκίνο του κολικού και προστάτη.» Ο ιστοχώρος της Αμερικανικής Ένωσης Καρδιολογίας (American Heart Association) δηλώνει ότι «πολλές μελέτες έχουν δείξει ότι οι χορτοφάγοι φαίνεται να έχουν έναν χαμηλότερο κίνδυνο παχυσαρκίας, στεφανιαίων καρδιακών παθήσεων (που προκαλούν καρδιακή προσβολή), υψηλή πίεση αίματος, σακχαρώδη διαβήτη και μερικές μορφές καρκίνου.» Μελέτες δείχνουν ότι το μητρικό γάλα μιας χορτοφάγου μητέρας έχει σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα υπολείμματος φυτοφαρμάκων από μιας μη-χορτοφάγου.
Μερικές φυτικές πρωτεϊνικές πηγές υστερούν σε ένα ή περισσότερα απαραίτητα αμινοξέα. Παραδείγματος χάριν, τα σιτάρια και τα καρύδια είναι χαμηλά σε λυζίνη και τα όσπρια είναι χαμηλά σε μεθιονίνη. Οι χορτοφάγοι παίρνουν όλη την πρωτεΐνη και τα αμινοξέα που χρειάζονται από την κατανάλωση μιας κανονικής ποικιλίας ολικής αλέσεως (ψωμί σίτου, καφέ ρύζι), φασολιών, καρυδιών, και σόγιας (συν των υποπροϊόντων της). Η κατανάλωση τέτοιων τροφίμων πρέπει να είναι μεγαλύτερη δεδομένου ότι το πρωτεϊνικό ποσοστό σε αυτά τα τρόφιμα είναι συγκριτικά χαμηλότερο απ’ό,τι σε παρόμοια ποσότητα κρέατος. Η επίτευξη της ικανοποιητικής πρωτεϊνικής εισαγωγής είναι σπάνια ένα πρόβλημα στις αναπτυγμένες χώρες και η χαμηλότερη πρωτεϊνική εισαγωγή των χορτοφάγων έχει προταθεί ακόμη και ως πιθανή αιτία για μερικά από τα οφέλη υγείας που αναφέρθηκαν ανωτέρω. Μια αυστηρά χορτοφάγος διατροφή δεν περιλαμβάνει ψάρι – μια σημαντική πηγή Ωμέγα 3, αν και υπάρχουν μερικές φυτικές πηγές όπως η σόγια, τα καρύδια, οι σπόροι κολοκύθας, το λάδι κάνολα (canola) και, ειδικά, σπόροι κάνναβης και λινόσπορου.
Μελέτες που επικυρώθηκαν από την Αμερικανική Διαιτητική Ένωση διαπίστωσαν ότι οι χορτοφάγοι είχαν επίπεδα σιδήρου ή ασβεστίου παρόμοια με μη-χορτοφάγων. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η βιταμίνη Β12 και ο ψευδάργυρος από τις χορτοφάγες πηγές, εκτός από γαλακτοκομικά προϊόντα και αυγά, δεν απορροφώνται από το σώμα και συμπληρώματα διατροφής είναι απαραίτητα σε αυστηρά χορτοφαγικές δίαιτες.
Πηγή: http://el.wikipedia.org