Οι Ινδοί χορτοφάγοι, κυρίως χορτοφάγοι που επιτρέπουν τα γαλακτοκομικά, υπολογίζεται να αποτελούν περισσότερο από το 70% των χορτοφάγων παγκοσμίως και περίπου το 20% με 40% του ινδικού πληθυσμού. Οι περισσότερες ασιατικές χώρες είχαν μια κυρίως χορτοφάγο διατροφή μέχρι πριν λίγες δεκαετίες, όταν η αυξανόμενη εκβιομηχάνιση και βελτίωση των οικονομιών τους άλλαξαν την κατάσταση. Διάφορες μελέτες έχουν δείξει ότι κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, έχουν υπάρξει μεγάλες αυξήσεις στις καρδιακές παθήσεις, τους διάφορους καρκίνους και στους άνδρες και τις γυναίκες. Μελέτες στην Ιαπωνία, εντούτοις, έχουν διαπιστώσει ότι η αυξανόμενη κατανάλωση γάλακτος, κρέατος και ψαριών συνέπεσε με μια μείωση σε εγκεφαλοαγγειακές παθήσεις (μία από τις κύριες αιτίες θανάτου) και σε μείωση της θνησιμότητας καρδιακών προσβολών. Διαφορετικές απόψεις έχουν συνδέσει αυτές τις αντιπαραβαλλόμενες τάσεις με την υιοθέτηση μιας όλο και περισσότερο πλούσιας σε λίπη, βασισμένης στο κρέας δυτικής διατροφής.
Έρευνες στις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν καταλήξει ότι κατά προσέγγιση το 1% έως 2.8% των ενηλίκων δεν τρώνε κρέας, πουλερικά και ψάρια.
Το 2002, η Αντιπροσωπεία Προτύπων Βρετανικών Τροφίμων (UK Food Standards Agency) εξέθεσε ότι το 5% των ερωτηθέντων αυτοπροσδιορίστηκαν χορτοφάγοι ή αυστηροί χορτοφάγοι. Από εκείνο το 5%, περίπου το 10% κατανάλωνε το άσπρο κρέας, σχεδόν οι μισοί κατανάλωναν ψάρι και το 95% χρησιμοποιούσε γαλακτοκομικά προϊόντα. Βασιζόμενοι σε αυτούς τους αριθμούς, οι αυστηροί χορτοφάγοι είναι περίπου το 0.25% ή λιγότερο του βρετανικού πληθυσμού.
Πηγή: http://el.wikipedia.org