Η κινόα είχε μεγάλη διατροφική σημασία για τους προκολομβιανούς πολιτισμούς των Άνδεων. Ήταν η δεύτερη κύρια τροφή μετά την πατάτα και ακολουθούνταν από το καλαμπόκι. Η κινόα με την πρώτη ματιά μοιάζει μορφολογικά με το πολύ γνωστό ζιζάνιο λουβουδιά και χαρακτηρίζεται από τη μεγάλη ποικιλία χρωμάτων των ταξιανθιών και των καρπών της.
Σήμερα χαίρει υψηλής εκτίμησης για τη διατροφική του αξία και τα Ηνωμένα Έθνη το έχουν κατατάξει ως υπερτροφή για την υψηλή του περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη (13%).
Σε αντίθεση με το ρύζι ή το σιτάρι, τα οποία έχουν χαμηλή περιεκτικότητα σε λυσίνη, η κινόα περιέχει ισορροπημένη περιεκτικότητα σε ουσιώδη αμινοξέα για τους ανθρώπους, κάνοντας το ασυνήθιστα πλήρες είδος διατροφής.
Αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται λιγότερη πρωτεΐνη κινόα από πρωτεΐνη σιταριού για τις ανάγκες μας.
Μολονότι στην πράξη είναι ένας σπόρος, η κινόα θεωρείται πλήρες δημητριακό και μια καλή πηγή φυτικών ινών.
Η κινόα επιπλέον περιέχει Ωμέγα 3 λιπαρά, τα οποία δε βλάπτουν την καρδιά. Επίσης είναι καλή πηγή φωσφόρου και έχει πολύ μαγνήσιο και σίδηρο. Δεν έχει γλουτένη και χωνεύεται εύκολα.
Οι χώρες με τη μεγαλύτερη παραγωγή κινόας είναι η Βολιβία, το Περού και ο Ισημερινός. Τα τελευταία χρόνια η παραγωγή της βρίσκεται σε διαδικασία επέκτασης σε διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές του πλανήτη, ανάμεσά τους και η Ελλάδα, καθώς το φυτό ευδοκιμεί εύκολα σε ορισμένες ελληνικές εδαφοκλιματικές συνθήκες και είναι ανθεκτικό στην ξηρασία και την αλατότητα.
Πηγή: http://en.wikipedia.org/wiki/Quinoa